-
1 ἰθύω
ἰθύω ( ἰϑύς), grade darauflos gehen, grad andringen, anstürmen; ἴϑυσαν ἐπὶ τεῖχος Il. 12, 443, ἃς Ἕκτωρ ἴϑυσε νεὸς κυανοπρώροιο ἀντίος ἀΐξας 15, 693; ἴϑυσε μάχη, die Schlacht rückte vor, 6, 2; ἰϑύει δελφὶς τάχιστα Pind. frg. 258. – Darauf ausgehen, unternehmen, trachten, ὁπότ' ἰϑύσει' ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασϑαι Od. 11, 591, ἴϑυσέν ῥ' ὀλολύξαι 22, 408; begehren, wünschen, ἰϑύοντα στρατεύεσϑαι Her. 7, 8, 2; vgl. An. Rh. 2, 950 νεῦσε δ' ὅγ' αὐτῇ δωσέμεναι ὅ κεν ᾗσι μετὰ φρεσὶν ἰϑύσειε.
См. также в других словарях:
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek